μεταφορικοῦ

μεταφορικοῦ
μεταφορικός
apt at metaphors
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… …   Dictionary of Greek

  • άφιξη — η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) [αφικνούμαι] ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ ένα μέρος νεοελλ. η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου αρχ. 1. επιστροφή 2. ικεσία …   Dictionary of Greek

  • αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… …   Dictionary of Greek

  • μετατόπιση — Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται… …   Dictionary of Greek

  • μεταφόρτωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταφορτώνω, η εκ νέου φόρτωση, η φόρτωση σε άλλο μεταφορικό μέσο 2. (οικον. συγκ.) μεταφορά φορτίου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο, τού ίδιου ή διαφορετικού τύπου ή είδους, όπως από φορτηγό αυτοκίνητο σε… …   Dictionary of Greek

  • σχοινόσυρτος — η, ο, Ν 1. αυτός που σύρεται με σχοινί 2. φρ. «σχοινόσυρτος σιδηρόδρομος» ή «σχοινόσυρτος συρμός» είδος μεταφορικού μέσου χρησιμοποιούμενο στα ορυχεία και στα μεταλλεία, ο σχοινοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί + συρτός (< σύρω)] …   Dictionary of Greek

  • ταχογράφος — ο, Ν τεχνολ. όργανο καταγραφής τής ταχύτητας, ανά πάσα χρονική στιγμή, ενός μεταφορικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachograph < τάχος (το) «ταχύτητα» + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • τραμ — το, Ν άκλ. τεχνολ. κοινή ονομασία μεταφορικού συστήματος απαρτιζόμενου από τροχοφόρα οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές εγκιβωτισμένες σε ιδιαίτερο κατάστρωμα αποκλειστικής χρήσης, ο τροχιόδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tram πιθ. < μτγν …   Dictionary of Greek

  • χιλιομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ανάγεται στο χιλιόμετρο («χιλιομετρικός δείκτης») 2. αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα («χιλιομετρική απόσταση») 3. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός τής περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • χωρητικότητα — Μέτρο της ικανότητας ενός μη ελαστικού περιβλήματος να περιέχει αέρια, υγρά ή άνυδρα στερεά, τα οποία παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει. Στην πράξη η χ. ενός δοχείου συμπίπτει με τον εσωτερικό του όγκο. Στο δεκαδικό μετρικό σύστημα, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”